src='http://ajax.googleapis.com/ajax/libs/jquery/1.3.2/jquery.min.js' type='text/javascript'/>

Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2011

Εις το επανιδείν…



Τα πάντα κάποτε ολοκληρώνουν τον κύκλο τους. Τζαι κάπου δαμαί ολοκληρώθηκε τζαι ο κύκλος του Defiance τζαι του Adversor Ergo Sum. Με ότι τζαι αν ασχοληθείς, κάποτε έρκεται μια φάση που το πάθος που είσιες όταν εξεκίνησες ξεφουντώνει. Η φλόγα ξεκινά τζαι αργοσβήνει. Σε τούτην τη φάση, πιστεύκω εν καλλύτερα να καείς πριν αργοσβήσεις. Πριν ο ενθουσιασμός γίνει ρουτίνα. Πριν τζείνο που εξεκίνησες εκφυλιστεί τζαι φθαρεί. Τζαι τούτο κάμνω τωρά…
Μέσω των μπλογκ εγνώρισα πολλήν κόσμο. Πολλούς διαφορετικούς χαρακτήρες. Πολλούς διαφορετικούς τύπους ανθρώπων. Εθκιάβασα σκέψεις, φόβους τζαι προβληματισμούς που πιθανόν να μεν εγνώριζα στην «πραγματική ζωή». Είδα κοσμοθεάσεις που εν επήενεν ο νους μου. Έζησα καθημερινότητες που απέχουν πολλά που τη δική μου. Ήταν μια τεράστια εμπειρία για εμέναν. Ελπίζω με τη σειρά μου να εκατάφερα να σας κάμω να γελάσετε, να προβληματιστείτε τζαι να σας περάσω τζαι κάποιες που τες δικές μου σκέψεις.
Το τέλος ενός κύκλου εν σημαίνει κατ’ ανάγκη τζαι το τέλος γενικά. Έννα περνώ να σας θωρώ τζαι κάποια φάση ίσως επιστρέψω πάλε. Ανανεωμένος τζαι αναζωογονημένος. Είτε μέσα που το ίδιο μπλογκ, είτε μέσα που άλλον, είτε με το ίδιο προφίλ, είτε με άλλον. Το e-mail έννα συνεχίσω να το χρησιμοποιώ, γι’ αυτό αν θέλετε κάτι είμαι στη διάθεση σας. Το μπλογκ θα μείνει ανέπαφο (προς το παρών) τζαι τα σχόλια ανοιχτά. Στο συγκεκριμένο ποστ εν θα απαντήσω σε κανένα σχόλιο. Εν μπορώ τες συναισθηματικά φορτισμένες καταστάσεις. Μαλαχτεύκω τζαι εν μου αρέσκει.
Εις το επανιδείν…

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2011

Ένα σίκρετ σάντα ποστ τζαι μια έκπληξη

Έναν sweet and sour ποστ που τον Σίκρετ Σάντα…

Ήρταν τα μεσάνυχτα τζαι ακόμα εμάσιετουν. Πρέπει να εδοκίμασεν πάνω που δέκα φορές μόνο τζείνην την ημέρα, αλλά πάντα το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Τούτην τη φορά όμως εφαίνουνταν να πηαίνουν ούλλα καλά. Με μμάθκια γεμάτα ελπίδα γυρίζει πάνω που το κατσαρολλί τζαι θωρεί… «Φτου ρε γαμώ το! Πάλε εγέμωσε κουτρουβούθκια!». Ακούει βήματα πίσω της. Ήταν ο Στύλλος. «Ήνταμπου έννα γινεί; Έννα έρτεις να ππέσεις; Εξύπνησες μας με τες φωνές σου κάθε τρεις τζαι λλίο». «Άφησμε να δοκιμάσω άλλη μια φορά τζαι έρκουμαι…», απαντά του.
Ξαναρκέφκει πάλε που την αρκήν. Τούτην την φορά έπιασεν το κατσαρολλίν το αλουμίνιο που της έδωκεν η μάνα της. Τα υπόλοιπα έκρουσεν τα ούλλα. Βάλλει λλίον λάδι καλόν, σύρνει μέσα τζαι λλίον αλεύρι τζαι αρκέφκει το νεκάτωμα πάνω που την φωθκιάν ώσπου να τσιγαριστεί. Βάλλει σιγά σιγά λλίον νερό ώσπου να γίνει κρεμούα τζαι ακόμα πιο λλίον ανθόνερον. Τζαι… πάλε έγινε αηδία γεμάτη κουτρουβούθκια. «Ούφφουυυ!».
Πάει να ππέσει γεμάτη απογοήτευση. Ο Στύλλος ήταν ήδη απλωμένος όπως το λέσιην. Έππεσεν δίπλα του τζαι εξεκίνησε να αναπολεί τα παιδικά της χρόνια. Εθυμήθηκεν το σπίτι που εμεγάλωσε, μακριά, στο υπερπέραν. Στην γη πέρα από το τούνελ. Εθυμήθηκε τη γιαγιά της, που όποτε επελλαρίζαν τζαι έθελεν να τους ηρεμήσει, αν δεν είσιεν κρεόλες τζαι φρουτάκια, έκαμνεν τους γρούτα. Η συνταγή ήταν τόσον απλή, αλλά εφαίνετουν της απίστευτα δύσκολη όποτε επροσπαθούσεν να την κάμει.
Ως σήμερα, αν συγκεντρωθεί, μπορεί να ακούσει το τσιγάρισμα στο κατσαρολλίν. Σάννα τζαι εν όπως το ππουφούρισμα που ακούεται; Τέλος πάντων. Μπορεί ακόμα να μυριστεί την γρούτα της γιαγιάς της… Μα σάννα τζαι έννεν γρούτα που μυρίζει; Εν μυρίζει καν. Βρωμεί. Βρωμεί μεθάνιον. Όι, όι, εν πεθάνιον. «Ρε Στύλλε! Είσαι γάρος. Μεν μου παίζεις τον τζοιμισμένον».
Η αναπόληση έσπασεν, αλλά η ανάμνηση εν τζαμαί. Πάντα εν τζαμαί. Άραγε η γιαγιά της εκατάφερεν να κάμει γρούτα που την πρώτη; Άραγε τζαι τζείνης εν η δική της γιαγιά που της την έμαθε; Όξα η μάνα της; Αν ζητήσει βοήθεια που την μάνα της, έννα τα καταφέρει τελικά να κάμει την γρούτα; Όξα έννα της μείνει το όνομα; Έσιει πραγματικά σημασία; Όξα εν απλά η ανάγκη να «φτάσει» την γιαγιά της; Στη μαγειρική, στη ζωή, στην οικογένεια…
Τωρά η Γρούτα έσιει τη δική της οικογένεια. Άραγε τα μωρά της που έννα μεγαλώσουν έννα προσπαθούν τζαι τζείνα να την «φτάσουν»; Σε ούλλους τους τομείς; Έννα θυμούντε την μαγειρική της μάνας τους τζαι έννα προσπαθήσουν να την αντιγράψουν; Εν έσιει πραγματικά σημασία η γρούτα τελικά, έννεν; Εν μια ιδέα. Ένας συμβολισμός. Μια ανάγκη να αποδείξει την αξία της. Στο κάτω-κάτω, εν η ανάμνηση τζαι η προσπάθεια που μετρά. Όι έναν έδεσμα…
«Αλλά αύριο, έννα καταφέρω να κάμω γρούτα! Χωρίς υπερβολή…».


Τζαι μια έκπληξη, ιδέα της Πρασινομήτωρ…

Χτυπά το ξυπνητήρι. Σήμερα, εν εχρειάστηκε καν. Εν έκλεισεν μάτι ούλλη νύχτα. Άραγε μετά που τόσες προσπάθειες τζαι πειραματισμούς εκατάφερεν τα; Πρέπει να πάει στο λαπ να κάμει ανάλυση των τελικών της δεδομένων για να εν σίουρη. Έξω εσιόνισεν πάλε. Ο Μεξικάνος του πάρκινγκ άρκεψεν να μουρμουρά πάλε. Εν άκουσεν λέξη. «Παρέτα μας τζαι εσού γιε μου», λαλεί του. «Que?», ρωτά απορημένος. Εν ασχολήθηκεν καν, εμπήκε στο αυτοκίνητο τζαι έφυεν ττάππον.
Μπαίνει μεσ’το λαπ βουρητή. Ούτε ενοχλήθηκεν καν σήμερα που τον Μαρκ που την έβλεπε ποβλακωμένος. Βάλλει τα δεδομένα στον υπολογιστή για την προσομοίωση. Εκατάφερεν τα! Ετελειοποίησεν την συνταγή. Τυπώνει την, βάλλει την σε ένα φάκελο τζαι βάλλει την στο σακκούι. Ήταν η τελευταία της μέρα πριν τες διακοπές, αλλά εν εμπορούσε να μείνει άλλο. Ένοιωθε ανασφάλεια, έπρεπε να φύει. Πάει, λαλεί του Άρχων ότι πρέπει να φύει, τζαι πάει στο γραφείο της.
«Πρας, σόρι αμπάουτ γιέστερντεϊ. Άι γουος ε τζερκ». Λαλεί ο ΠαΣχιΦα, που την ακολούθησε στο γραφείο. «Άι ντοντ χαβ τάιμ φορ δις. Γιουρ ε τζερκ, ντέι ιν ντέι άουτ», απαντά τζαι πιάνει τηλέφωνο στο αεροδρόμιο. Έπρεπε να αλλάξει την πτήση για το χρυσοπράσινο, να φύει πιο γλήορα. Φεύκει βουρητή τζαι πάει στο πάρκινγκ.
Μπροστά που το αυτοκίνητο της, εστέκουνταν θκυο τύποι με μαύρα κοστούμια τζαι γυαλιά του ήλιου. «Νταμν», λαλεί. «Πρέπει να έχουν πρόσβαση στο κομπιούτερ του λαπ». Εν μπορεί να χρησιμοποιήσει το αυτοκίνητο της. Πρέπει να φύει τωρά. Συνειδητοποιεί ότι το σακάκι, με το φάκελο, εξέχασεν το στο γραφείο. Πάει μέσα βουρητή. Πιάνει το σακούι της τζαι διά πάνω στον ΠαΣχιΦα. «Πρας, σαμ γκάις φρομ CIA γουερ λούκινγκ φορ γιου. Άι τολτ δεμ δέι καν κατς γιου απ ατ δε πάρκινγκ…». Πάντως, ο ΠαΣχιΦα εν επερίμενεν τον βουζουνόπατσο με τίποτε…
Ξέρει τι πρέπει να κάμει. Η θυσία απαιτείται. Πάει τζαι βρίσκει τον Μαρκ. Στέκεται μπροστά του. Κάτι επήε να πει, αλλά που το στόμα του εφκήκε μόνο ένας υπόκωφος ήχος. Αρπάσσει τον τζαι φιλά τον. Σαν ήταν ποβλακωμένος, βάλλει το σιέρι της στην τσέπη του τζαι αρπάσσει το κλειδί της μοτόρας. Πριν καν ξεθαμπώσουν τα γυαλιά του Μαρκ, τζείνη εβρίσκετουν ήδη στο δρόμο για το αεροδρόμιο.
Ο αέρας εφούντωσε το κυπριακό μαλλί τζαι έκαμεν το να μοιάζει με άφρο του 70’s. Μετά που κόπο, εκατάφερε να πείσει την κοπέλλα στο αεροδρόμιο ότι εν το ίδιο άτομο που δείχνει η ταυτότητα της τζαι εμπήκε γλήορα στο αεροπλάνο τζαι έκατσεν. Έβαλεν το σιέρι της στην τσέπη του σακακιού. Ένοιωσεν τον φάκελο τζαι πουκάτω την καρδία της να χτυπά όπως την πελλήν. «Ούλλα τελειώνουν σύντομα», εψυθήρισε καθυσηχαστηκά στον εαυτό της. «Ναι, ούλλα τελειώνουν σύντομα», απάντησε ο διπλανός της.
Ήταν ένας μελαχρινός, αραβικής καταγωγής, με έντονο ύφος. «Δώσμου τον φάκελο, γιατί ούτε ο Αλλάχ εν θα σε σώσει», λαλεί της με ένα σατανικό χαμόγελο. Έπιασεν την πανικός. Πιάνει την τσέντα της τζαι φέρνει του την στην τζεφαλή. Μόλις εφώναξε βοήθεια, ένας αστυνομικός με πολιτικά ακινητοποίησεν τον τρομοκράτη.
Η πτήση έμοιαζεν ατελείωτη, αλλά σύντομα έφτασε στο χρυσοπράσινο. Η οικογένεια της έπιασεν την που το αεροδρόμιο τζαι σύντομα εβρέθηκε σπίτι της. Μόλις έφτασε, έφκαλεν την συνταγή τζαι έπιασε δουλειά. Πράγματι, εκατάφερε να την τελειοποιήσει. Το τσίζκεϊκ ήταν τέλειο…


Η έμπνευση από…

Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2011

Talent show freak out

Τα δυτικά ριάλιτι/τάλεντ σιόου, έχουν παράξενη εφαρμογή σε άλλους πολιτισμούς. Θέλει κανένας να πάμε στο India’s Got Talent; Το μόνο που πρέπει να κάμουμε εν να συναγωνιστούμε τούτους τους τύπους…
Do not panic!